κακόγαμος

κακόγαμος
κᾰκό-γᾰμος, ον,
A marrying unlawfully,

μνηστῆρες Eust.1415.47

; κ. γάμος an ill-starred marriage, Sch.Triclin.S.OT 1214, cf. Paul.Al.O.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακόγαμος — κακόγαμος, ον (Α) αυτός που έχει συνάψει παράνομο γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γαμος (< γάμος), πρβλ. μονό γαμος, φιλό γαμος] …   Dictionary of Greek

  • κακόγαμος — marrying unlawfully masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόγαμον — κακόγαμος marrying unlawfully masc/fem acc sg κακόγαμος marrying unlawfully neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακογάμους — κακόγαμος marrying unlawfully masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • κακογαμία — κακογαμία, ἡ (Α) [κακόγαμος] παράνομος γάμος …   Dictionary of Greek

  • κακόλεκτρος — κακόλεκτρος, ον (Α) κακόγαμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λέκτρον «κλίνη»] …   Dictionary of Greek

  • κακόνυμφος — κακόνυμφος, ον (Α) 1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νυμφος (< νύμφη) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”